μεροκρινής

μεροκρινής
-ές
φρ. «μεροκρινείς αδένες»
βιολ. οι εξωκρινείς αδένες τών οποίων τα κύτταρα παράγουν έκκριμα που απελευθερώνεται στον εκφορητικό πόρο, χωρίς να καταστρέφεται το πρωτόπλασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιαλογόνος — και σιελογόνος ο, Ν 1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο 2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες» ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”